isolation - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

isolation - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Isolated; Isolation (song); Isolating; Isolations; Isolatedness; Isolation (disambiguation); Human isolation; Human isolation (disambiguation); Isolation (album); Isolation (film); User talk:Peytonic1/sandbox

isolation         
n. insulation, isolation
isolément      
in isolation, individually
isolé      
isolated, remote; outlying, cut off; lonely, lonesome; insulated; segregated; friendless; secluded, cloistered; quiet, retired

Ορισμός

Isolation
·noun The act of isolating, or the state of being isolated; insulation; separation; loneliness.

Βικιπαίδεια

Isolation

Isolation is the near or complete lack of social contact by an individual.

Isolation or isolated may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για isolation
1. Insonorisé, il offre une isolation exceptionnelle.
2. Il faut vérifier que celle–ci n‘endommage pas son isolation.
3. Les besoins en chauffage peuvent ętre réduits par une meilleure isolation des bâtiments.
4. Enallemand, le mot utilisé pour décrire cet état de fait est «Isolation» (prononcer «Isolatzionne»). Et il n‘est pas rare d‘entendre un Alémanique parler, lorsqu‘il s‘exprime en français, de l‘«isolation de la Suisse». Une vraie désolation linguistique.
5. Sans isolation, il a désormais dépassé son allocation annuelle de CO2.